φωτογραφώ

φωτογραφώ
-έω, Ν [φωτογράφος]
φωτογραφίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτογραφώ — φωτογράφησα, φωτογραφήθηκα, φωτογραφημένος, παίρνω φωτογραφίες, παίρνω εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, φωτογραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού φωτογραφώ, η λήψη φωτογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφησις, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • δαγγεροτυπώ — και δαγγεροτυπώνω φωτογραφώ με τη μέθοδο τής δαγγεροτυπίας …   Dictionary of Greek

  • φωτογράφημα — το, Ν 1.το αποτέλεσμα τής φωτογράφησης, φωτογραφία 2. (τοπογρ.) το φωτόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • χρονοφωτογραφώ — έω, Ν [χρονοφωτογράφος] φωτογραφώ τις κινήσεις αναλύοντάς τις σε ίσα και μικρά χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφίζω — φωτογράφισα, φωτογραφίστηκα, φωτογραφισμένος, φωτογραφώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”